ζυγοσταθμώ

ζυγοσταθμώ
(Μ ζυγοσταθμώ, -έω) [ζυγόσταθμος]
ζυγίζω, σταθμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυγοσταθμώ — και ζυγοσταθμίζω ζυγοστάθμισα, ζυγοσταθμισμένος 1. ζυγίζω. 2. αποκαθιστώ την ισορροπία σε ένα όχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”